- πνευματώδης
- ης, ωδές остроумный; острый на язык
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευματώδης — like wind masc/fem acc pl (attic epic doric) πνευματώδης like wind masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πνευματώδης like wind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… … Dictionary of Greek
πνευματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο έξυπνος, ο ευφυής, ο γεμάτος πνεύμα: Πνευματώδη αστεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνευματωδέστερον — πνευματώδης like wind adverbial comp πνευματώδης like wind masc acc comp sg πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματώδη — πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πνευματώδης like wind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πνευματώδης like wind masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματωδέστατον — πνευματώδης like wind masc acc superl sg πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματώδεις — πνευματώδης like wind masc/fem acc pl πνευματώδης like wind masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματωδέσταται — πνευματώδης like wind fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματωδέστερα — πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματωδέστεραι — πνευματώδης like wind fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματωδέστεροι — πνευματώδης like wind masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)